περιγελαστής

περιγελαστής
ο, θηλ. περιγελάστρα, η, Ν
αυτός που εμπαίζει και περιγελά τους άλλους, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιγελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού Karl Weigel].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιγελαστής — ο θηλ. περιγελάστρα ο χλευαστής, αυτός που περιγελά, ο σκώπτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιγελαστικός — ή, ό, Ν [περιγελαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα …   Dictionary of Greek

  • αναμπαίχτης — ο θηλ. αίχτρα αυτός που θέλει να ειρωνεύεται, ο περιγελαστής: Είναι αυτή μια αναμπαίχτρα που δεν έχει ταίρι της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”